Translate/Μετάφραση

Δεν θέλω να καώ στον έρωτά σου. Θέλω να τον ζήσω πια..




Και τι μου λες εσύ τώρα εγώ τα ακούω βερεσέ.




Όχι. Μην το πεις, σε ικετεύω.
Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να κοιμηθώ βράδια ολόκληρα μακριά σου αγκαλιά με μια ξεχασμένη σου ζακέτα.
Δε με νοιάζει αν είσαι στην άλλη άκρη του κόσμου, σε άλλο πλανήτη, σε άλλη διάσταση.
Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να βυθιστώ στο σκοτάδι μέχρι να σε ξαναβρώ.

Με νοιάζει μόνο να ξέρω πως υπάρχεις κάπου εκεί έξω. Πως έχεις υλική υπόσταση, συναισθήματα και πάντα μα πάντα, μάτια λαμπερά.
Με νοιάζει να ξέρω πως δεν είσαι δημιούργημα της φαντασίας μου για να συμπληρώσει κάποιο αδιανόητο κενό που με κρατά ξύπνια τα βράδια.
Με νοιάζει όταν γυρνώ πλευρό η μυρωδιά σου να τρυπά κάθε κύτταρο της πραγματικότητας μου κι εσύ να είσαι μέρος αυτής.

Αλλά… ακόμα κι αν αλλάζοντας πλευρό κάποια νύχτα συνειδητοποιήσω πως χάθηκα για άλλη μια φορά σε όνειρα, πως η δαιμονική μου φαντασία έπλασε μια ιδέα που φαντάζει μαγική, πως δεν ήσουν τίποτα παρά μια σπίθα τελειωμένου αναπτήρα… ακόμα και τότε, τότε που το κάρμα θα με σφυροκοπήσει με μίσος, θα ξέρω πως υπήρξες για ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου έστω κι ας μην είχες ποτέ ουσιαστική μορφή και σύσταση.

Αλλά όχι απόψε μην το πεις. Δεν καήκαμε για να μάθουμε, καήκαμε γιατί λατρέψαμε τη ζεστασιά και τη γαληνή μιας φλόγας που τρεμόπαιζε στο πιο ήπιο αεράκι ενός Φλεβάρη. Σε βρήκα σε μια ατσάλινη γραμμή που ρουφούσε ροδοπέταλα από τον κόσμο μου… ξέρεις εσύ- μοναχά εσύ ξέρεις. Κι αν όλα αυτά για σένα είναι σκοτεινά θυμήσου κι αυτό: προτιμώ να βρίσκομαι στο σκοτάδι αν τα μάτια σου είναι πιο λαμπερά εκεί. Προτιμώ να τρέχω σε μια λάμψη που με κρατά ζωντανή παρά να με τυφλώσει το οποιοδήποτε φως και να χάσω αυτό που βλέπω.

Αλλά όχι, απόψε μην το πεις στο ξαναλέω. Αν είναι να φύγεις ας μην είναι απόψε. Απόψε μείνε.

Κάθε ‘”απόψε” μείνε.
Κι ας μοιάζει δύσκολο.

Στο χα ξαναπεί: εσύ στην αφάνεια και εγώ στα φώτα.
Εσύ στο φως πάραυτα και εγώ στο σκοτάδι.
Κι αν η αφάνεια σου είναι ένα τσιγάρο κι ένα ούζο και τα δικά μου φώτα είναι τα τακούνια και τα μεθυσμένα βλέμματα- θα προτιμούσα να ήμουν εσύ. Εσύ μοιάζεις ευτυχισμένος, δεν ξέρω αν είσαι.

Εγώ μοιάζω ευτυχισμένη μα δεν είμαι. Κι αν η δική μου ευτυχία κρύβεται σε στιγμές μικρές είναι σε αυτές που περνάω μέσα στα χέρια σου, κρυμμένη από κάθε είδους φώτα, αγκαλιασμένη από το φως. Κι έχεις μια ζεστασιά που θα μπορούσα να αποκαλέσω το «σπιτικό» μου. Ένα μέρος γαλήνιο, ένα μέρος πλασμένο για μένα.

Κι είναι κι αυτές οι στιγμές που το μόνο που λαχταρώ είναι να βρεθώ κοντά σου, δίπλα σου, κλεισμένη στα χέρια σου. Όχι για τα βογγητά και τους πνιχτούς ήχους ηδονής, αλλά για τα δάκρυα χαράς, για τα χαμόγελα ελπίδας και για τα ψιθυριστά «σ’αγαπώ» που ξεφεύγουν έπειτα από μια σειρά δυνατών γέλιων που σε αφήνουν ξέπνοο. Να με ντύνεις με την αγάπη σου και να με γδύνεις με τα συναισθήματα σου. Και να μη ντρέπομαι όντας απογυμνωμένη από κάθε είδους προσωπείου αλλά να γεμίζω χαρά όλα μου τα αποθέματα με τη γνώση ότι ανήκουμε ο ένας στον άλλο. Αλλά όχι με την έννοια της ιδιοκτησίας… μα με την έννοια του γεμάτου, του απόλυτου, του ότι καταφέρνεις να συμπληρώνεις κομμάτια μου που πίστευα πως δεν είχα.

Πίστευα πως οι αυτοκαταστροφικές σχέσεις ήταν μαγικές, μα πλέον βλέπω πως δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να δημιουργείς παρέα με έναν άνθρωπο που συμμερίζεται την κάθε σου πλευρά.

Της Αγγελικής Γιαννακοπούλου




Κοινοποίηση Google Plus
    Blogger Σχόλια
    Facebook Σχόλια

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου